βαλσαμόδεντρο

βαλσαμόδεντρο
το
φυτό που εκκρίνει τη σμύρνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βάλσαμο — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται μερικά υγρά που εκκρίνονται από ειδικά φυτά, μόνα τους ή με χάραγμα. Πρόκειται γενικά για διαλυμένες ρητίνες ή ομογενοποιημένες σε αιθέρια έλαια που περιέχουν βενζοϊκό ή κιναμωμικό οξύ. Σχεδόν όλα τα β. έχουν την …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • οποβάλσαμο — το (Α ὀποβάλσαμον και, δ. γρφ., ὀποπάλσαμον) η ελαιορητίνη τού βαλσαμοδένδρου αρχ. το βαλσαμόδεντρο, γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία Balsamodendron opobalsamum. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + βάλσαμον] …   Dictionary of Greek

  • οποκάλπασον — ὀποκάλπασον, τὸ (Α) το βαλσαμόδεντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κάλπασος, άλλος τ. τής λ. κάρπασος, η «είδος λεπτού λιναριού, βαμβάκι»] …   Dictionary of Greek

  • οποκαλπαθίζω — ὀποκαλπαθίζω (Α) [οποκάλπασον] μυρίζω όπως το οποκάλπασον, δηλ. το βαλσαμόδεντρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”